- χαλυβόχρους
- ους , ουν стального цвета
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χαλυβόχρους — ουν, Ν χαλυβόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + χρους (< χρως* «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. ποικιλό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδ. Κορδέλλα] … Dictionary of Greek